- αντιληπτικότητα
- ηη ικανότητα του να αντιλαμβάνεται κανείς, να καταλαβαίνει εύκολα και γρήγορα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιληπτικότητα — η η ικανότητα να καταλαβαίνει κανείς: Το παιδί αυτό έχει περιορισμένη αντιληπτικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek